Μου έκανε εντύπωση η ταμπέλα του μαγαζιού. Ορεινό καφέ «Γραμμένη Πέρδικα». Ευρηματικός ο καφετζής , σκέφτηκα. Τα βήματά μου, ίσως υπακούοντας στο χούι του ερευνητή που ξεψαχνίζει τις εικόνες και τις λέξεις, με οδήγησαν στο καφενείο. Ήταν στη σκιά του επιβλητικού κτιρίου του παλιού Δημοτικού Σχολείου που αναπολούσε τις παλιές δόξες μαζί με τα τρία πλατάνια που κοσμούσαν την πλατεία στο χωριό Μελισσουργοί της Άρτας.
Βρεθήκαμε εκεί, με μια ομάδα φοιτητών του Θερινού Σχολείου Τζουμέρκων. Ήταν ένα από τα χωριά για την άσκησή τους στην έρευνα αλλά και την μύησή τους σε εικόνες και αντιλήψεις που τις απωθούμε στο βάθος του «αστικού» εαυτού μας. Τόποι ξεχασμένοι αλλά και με δωρική αξιοπρέπεια.
Φύσαγε δαιμονισμένα, το χωριό μοιάζει σφηνωμένο ανάμεσα στα Τζουμέρκα και τα απέναντι βουνά που εκείνο το πρωί είχαν όρεξη και διάθεση για παιχνίδι με τον αέρα που γοητευόταν με τη δύναμή του. Ο καφετζής, ο Σιαμέτης, γνωρίζοντας τα χούγια της περιοχής, έβαλε για φράγμα ένα νάυλον τείχος. Κι έτσι μπορούσε να ξεδιπλώσει τις ζορμπακικές πτυχές της προσωπικότητάς του. Ένας καφετζής ξεχωριστός που δοκίμαζε τις αντοχές των λιγοστών θαμώνων του καφενείου. Ένας εκπρόσωπος ενός λαϊκού πολιτισμού, που διασώσει σπέρματα μιας αντισυμβατικής συμπεριφοράς. Ένας θεομπαίχτης του κονφορμισμού και της ευπρέπειας. Ένας ασεβής που κρύβει με δεξιοτεχνία την τρυφερότητα που νιώθει μέσα του για τον ξένο που δεν διστάζει να τον κεράσει αλλά και να σύρει πρώτος τον χορό σπάζοντας μπουκάλια και ποτήρια. Ένα σκηνικό μεταμοντέρνο θα έλεγαν όσοι δεν γνωρίζουν το μαγαλείο αλλά και τις αντιφάσεις της λαϊκότητας που γίνεται υλικό για μπαρούτι και στημόνι για μια ουσιώδη ανθρωπιά.
Μασώντας αργά την μακαρονόπιτα της οικοδέσποινας άκουγα τον άλλο ασεβή της ελληνικής ιστορίας που φιλοξενήθηκε στο χωριό τον Μάιο του 1945. Μέσα στην άδεια πλατεία άκουγα τον ήχο από τις μπότες του Άρη Βελουχιώτη, που ανέβαινε τις σκάλες του πέτρινου κτίσματος, για να μιλήσει, ίσως για τελευταία φορά, σε μια λαϊκή συγκέντρωση. Άκρα του τάφου σιωπή όση ώρα μιλούσε ο καπετάνιος. Ίσως όλοι να ένιωθαν την καυτά ανάσα του τέλους που πλησίαζε.
Το πρωινό που βρεθήκαμε στους Μελισσουργούς απλωνόταν μια παρόμοια σιωπή που αγκάλιαζε τα τρία πλατάνια της πλατείας, τη βρύση αλλά και την εκκλησία του Αγίου Νικολάου που δέσποζε στο ύψωμα πάνω από την πλατεία. Τη σιωπή αυτή έσκιζε η βροντερή φωνή του παπά του χωριού, που ανιστορούσε την ιστορία της εκκλησίας αλλά και τα αλλοτινά μεγαλεία του χωριού. Ένας παπάς, βγαλμένος κι αυτός από τις λαϊκές αφηγήσεις, όπου η ‘ασέβεια’ προς το στερεότυπο είναι ο πρόναος για πολλαπλούς ρόλους στα εγκαταλειμμένα χωριά της ορεινής Ελλάδας.
Αυτή η Ελλάδα νιώθει το χάδι για λίγες μέρες το καλοκαίρι. Ανέχεται τις παραξενιές και τον αστικό εγωκεντρισμό των χωριανών στα πανηγύρια, στα οποία μεταφέρουν την ανασφάλεια και τη ματαιοδοξία τους. Ίσως, αναρωτιέσαι ακούγοντας με ευκρίνεια τη φωνή σου που βγαίνει ως ψίθυρος, είναι καλύτερα έτσι. Ο έρημος τόπος. Ο αμακιγιάριστος. Με τον τρόπο αυτό φαίνονται οι ρυτίδες του. Ακούγονται οι καημοί του.
Τρανή απόδειξη το μοναστήρι της Παναγιάς, αφιερωμένο στα Εισόδια. Χρειάστηκε να κατεβούμε στον Μελισσουργιώτικο, να πατήσουμε πάνω στις μεγάλες πέτρες και την ξύλινη σκάλα που είχε απλώσει ένας άλλος ‘ασεβής’, ο κτηνοτρόφος Κώστας Καλλιαρντάς. Ένας γλυκός άνθρωπος που δείχνει την αγάπη του στην επιστήμη και τους πνευματικούς ανθρώπους ανοίγοντας με τα χέρια του το μονοπάτι. Την ίδια στιγμή γίνεται ‘ασεβής’ προς την ηγεσία της τοπικής εκκλησίας που άφησε το μοναστήρι απροστάτευτο.
Παναγιά γραμμένη το μοναστήρι. Με υπέροχες τοιχογραφίες . Με ενδιαφέρουσες εικόνες. Μάρτυρας μιας εποχής που το μοναστήρι ήταν στο δρόμο ενός μονοπατιού που οδηγούσε από την Ήπειρο στη Θεσσαλία. Ένα μοναστήρι σήμερα ζωντανή μαρτυρία όλων εκείνων που αφήνουν την πολιτιστική μας κληρονομιά ορφανή. Απόδειξη της ευθύνης όλων. Παναγιά γραμμένη , λοιπόν, που διαβρώνεται από την εγκατάλειψη. Χρώματα που ξεθωριάζουν. Μορφές που αλλοιώνεται. Μια γροθιά σ’ όσους διαχειριστές της εξουσίας χορεύουν στα καλοκαιρινά πανηγύρια χωρίς να ακούνε τη φωνή της ‘Παναγιάς’. Ως πότε θα είναι ακόμη γραμμένη;
Ευάγγελος Αυδίκος
Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας