Με αφορμή τα παράπονα ανθρώπων του τουρισμού, ότι η τουριστική κίνηση είναι πεσμένη στη Λευκάδα, ο πρόεδρος της ένωσης ξενοδόχων Μανώλης Θερμός, έδωσε την δική του εξήγηση στον Prisma 91,6.
Όπως ανέφερε η πληρότητα δωματίων στο νησί δεν είναι άσχημη, το οργανωμένο tour operating και τα καλύτερα καταλύματα στα ξενοδοχεία δεν έχουν κανένα πρόβλημα.
Ωστόσο όπως ανέφερε, πιθανότατα λόγω της κακοκαιρίας να υπάρχει μία μειωμένη κίνηση που αυτή φαίνεται στα μαγαζιά. Ο οργανωμένος τουρισμός δεν έχει καμία πτώση και αυτό το δείχνουν και τα στοιχεία από το Άκτιο.
Όπως ανέφερε ο κύριος Θερμός, η μειωμένη άφιξη αεροπλάνων, μετά την χρεοκοπία των δύο εταιρειών δημιουργεί μία έλλειψη θέση μου θέσεων, καθώς μπορεί οι πτήσεις στο Άκτιο να είναι οριακά αυξημένες, δεν μας είπαν όμως ότι είναι με λιγότερες θέσεις, είπε.
Όσον αφορά το επίπεδο του τουρισμού στο νησί, υπογράμμισε ότι η Λευκάδα δεν χρειάζεται απαραίτητα πολυτελείς κλίνες, ούτε πολλά αστέρια, 3 με 4 αστέρια ωστόσο αυτά να είναι τίμια.
“Η Λευκάδα φέτος έχει την λιγότερη αύξηση τουριστών από τα Ιόνια νησιά ωστόσο δεν πέσαμε στο μείον είμαστε περίπου στα περυσινά επίπεδα.”
Ένας άλλος καταλυτικός παράγοντας μιας σχετικής πτώσης των τουριστών του Σαββατοκύριακου, είναι και το άνοιγμα των αγορών της Τουρκίας και της Αιγύπτου, πολλές εταιρείες πήγαν εκεί, καθώς όπως είπε οι τουρ οπερέιτορ θα πάνε εκεί που υπάρχουν κλίνες, για αυτό και Κεφαλλονιά φέτος έχει αύξηση 33%, η Ζάκυνθος 21%, καθώς και η Κέρκυρα.
Ο κόσμος θα έρθει στην Λευκάδα έστω και την τελευταία στιγμή, ωστόσο δεν είναι αυτό το πρόβλημα υπογράμμισε, καθώς ως νησί, πρέπει να αποφασίσουμε πού θα στοχεύσουμε, στου λίγο και ποιοτικότερο η στο πολύ και στο μη ποιοτικό.
Επίσης είναι απαραίτητη η συμμετοχή όλων των θεσμικών του τουρισμού στη λήψη πρωτοβουλιών και στις αναπτυξιακές διαδικασίες.
Ο κύριος Θερμός αναφέρθηκε και σε θέματα Υποδομών, καθώς όπως είπε το νησί, θέλει καλούς δρόμους, καλά πεζοδρόμια, καλές στάσεις λεωφορείων, καλή οδοσήμανση, καλό φωτισμό και πολιτισμένα πράγματα.
“Όταν ένα ξενοδοχείο γίνει τετράστερο ή πεντάστερο, έξω από αυτούς πρέπει και ο δρόμος να είναι σωστός και γενικότερα να λειτουργεί σωστά αυτό που λέμε τουριστικό προϊόν, δεν μπορεί ο τουρίστας να ζει μέσα στο τετράστερο και βγαίνοντας έξω να επικροτεί ζούγκλα. Και οι υποδομές ασκούν επιρροή στην προσφορά και στην ζήτηση από τους tour operator.”
Το νησί επανέλαβε χρειάζεται ένα συντονισμένο σχέδιο δράσης και ενεργή συμμετοχή και από τους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς που θα πρέπει να εστιάσουν στις διαθέσιμες τουριστικές υποδομές, πρέπει να δούμε το είδος και την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουμε, το θεσμοθετημένο πλαίσιο τύπου τουριστική ανάπτυξη, καθώς πρέπει να υπάρξει και ένα τουριστικό σχέδιο μάρκετινγκ και προώθησης και αυτό πηγαίνει στην τουριστική επιτροπή η οποία δεν λειτούργησε ποτέ.
Σχολιάζοντας την αναφορά του αντιδημάρχου κύριου Περδικάρη, οτι η Λευκάδα τουριστικά έχει μείνει πολλά χρόνια πίσω, καθώς ποτέ δεν υπήρξε ένα οργανωμένο σχέδιο και συνεργασία με όλους τους φορείς, ότι ο Θερμός είπε ότι είναι εύκολο να δημιουργηθεί μία τουριστική επιτροπή, με έναν υπεύθυνο τουρισμού του δήμου να βοηθάει στο τουριστικό όραμα του νησιού.
“Η Λευκάδα δεν έμεινε πίσω γιατί δεν κάναμε αρκετά, μείναμε πίσω γιατί ο ανταγωνισμός προχώρησε πολύ μπροστά”, ενώ αναφερόμενος στην συνεργασία των θεσμικών, εκτίμησε ότι δεν υπάρχει καμία πρόθεση, ενώ φέρνοντας για παράδειγμα το δημοτικό συμβούλιο, έκανε λόγο για οξύτατες αντιπαραθέσεις χωρίς νόημα, χαμηλής ποιότητας επιχειρηματολογία, απρεπείς συμπεριφορές, αντιμετώπιση του αντίπαλου ως εχθρού, μονοπώληση της γνώσης και της αλήθειας και όποια παράταξη αναλάβει το τιμόνι ρίχνει τις ευθύνες στην προηγούμενη.
“Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να δημιουργηθεί ένα αρραγές μέτωπο για την αντιμετώπιση της παρακμής και όλοι οι πολιτικοί προσπαθούν να μας αποπροσανατολίσουν και να παίξουμε πολιτικά στο δικό τους γήπεδο, ωστόσο εμείς οι επιχειρηματίες δεν παίζουμε πολιτικά.”
Στο ερώτημα του κυρίου Περδικάρη να κρίνει η κοινωνία αν η δημοτική αρχή πήγε μπροστά ή πίσω τον τόπο ο κύριος Θερμός ανέφερε ότι η Λευκάδα έχει μείνει πίσω, αλλά σίγουρα δεν φταίει μόνο η δημοτική αρχή, αλλά γιατί ο ανταγωνισμός έχει προχωρήσει πολύ μπροστά. “Ελπίζω από την νέα χρονιά, να δημιουργηθεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο με τον τουρισμό.”
3. ΤΟ «ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ ΛΕΥΚΑΣ»
Μέρος 1ον ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Δευτ. 3/4/΄95
Άλλο ένα κείμενο του «Μ. Επτανησίου» θα φιλοξενηθεί σε συνέχειες στην Εφημερίδα μας, ακολουθώντας μεν το προηγούμενο «Το σκουπίδι ως νόημα» τα ίχνη του προβληματισμού (για την ανάπτυξη της Λευκάδας) προσεγγίζοντας όμως με ένα ιδιαίτερο τρόπο την Εθνική Οικονομία, αλλά και την οικονομία της Λευκάδας:
Και όταν λέμε «το εμπόρευμα Λευκάς» εννοούμε βέβαια μαζί με τους κατοίκους… Το πόσο πρέπει να απασχολήσουν τους αρμόδιους της νέας τοπικής αυτοδιοίκησης τα νοήματα του άρθρου μας «το σκουπίδι ως νόημα» και πόσο κοντά στην ουσία των πραγμάτων βρίσκονται, αποδεικνύει ένα άρθρο για τον ελληνικό τουρισμό που εδημοσιεύτηκε στην μεγάλη Γερμανική εφημερίδα FRANKFURTER RUNDSCAU στις 17 του περασμένου Δεκεμβρίου. Τίτλος του άρθρου είναι: «Όλος ο κόσμος θέλει να πάει στην Ελλάδα» και ο υπότιτλός του αυτό που ο ΕΟΤ ανέκαθεν εκαταλάβαινε ως …ανάπτυξη του τουρισμού: «την χαρά των ξενοδόχων και των ψιλικατζήδων τουριστικών ειδών, ήγουν την χαρά της εισπρακτικής αγαλιάσεως. Για πρώτη φορά, λέει το άρθρο, εκατάφερε ο κάθε Έλληνας να διατρέφεται από την τσέπη ενός ξένου, μια και κατά το 1994 ο αριθμός των ξένων τουριστών στην Ελλάδα έφθασε το ρεκόρ των 10,33 εκατομ. ατόμων. Συνεπώς μπορούμε να πούμε ότι στην Ελλάδα το πλέον περιττό είδος ανθρώπων είναι οι οικονομολόγοι. Οι οικονομολόγοι σε άλλες χώρες έχουν την μέριμνα να διατηρήσουν μέσα στα πλαίσια της παραγωγής κατά το δυνατόν σταθερούς δείκτες του λεγόμενου «κατά κεφαλήν εισοδήματος». Όχι βέβαια να βρούν λεφτά, διότι αυτά τα βρίσκει η πολιτική και όχι οι οικονομολόγοι. Οι οικονομολόγοι μεριμνούν απλώς για το «κατά κεφαλήν εισόδημα», δηλαδή για την κοινωνικώς προσδιοριζόμενη κατανομή του πλούτου, προκειμένου να αποφεύγονται οι ανωμαλίες και να εξασφαλίζονται οι συνθήκες παραγωγής. Στην Ελλάδα όμως τέτοιες έγνοιες δεν έχουμε πλέον: «ένα χελιδονάκι του Βορρά». (το χαϊδευτικό αυτό υπάρχει στο λεξικό της αργκώ των Ελλήνων μεγαλοξενοδόχων) κομίζει όσα απαιτεί το «στοματάκι» ενός Έλληνα. Συνεπώς η Ελληνική πολιτική είναι η πιο δοξασμένη μεταξύ των δοξασμένων, αφού κατάφερε κατά τον πλέον απλούστερον τρόπο να εξασφαλίσει αυτό που σε άλλα κράτη αποτελεί τον μόνιμο πονοκέφαλο οικονομολόγων: την σταθερότητα του «δείκτου» του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Σε μας τα πράγματα είναι απλά: ένας προς έναν, κεφαλή προς κεφαλή… Αλλά και πάλι έτσι τα πράγματα, παρά την απλότητα τους, δεν παύουν να είναι λίγο θεωρητικά. Διότι αυτό το «κατά κεφαλήν εισόδημα» είναι εν τέλει ένας λογιστικός λογαριασμός, που είναι το σύνολο του ΑΕΠ δια του αριθμού των κατοίκων. Είναι δηλαδή ένα θεωρητικό πηλίκον. Τότε αυτό το πηλίκον θα ήταν και πρακτικά σωστό, αν συνέβαινε ο κάθε άνθρωπος να έχει ένα μόνο κεφάλι. Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Σε πολλές χώρες υπάρχουν άνθρωποι που έχουν εκατοντάδες ή και χιλιάδες κεφάλια. Κατά κανόνα τέτοιους ανθρώπους βρίσκει κανείς μονίμως στις τριτοκοσμικές λεγόμενες χώρες, εν αις και η Ελλάδα υπάγεται. Στις χώρες αυτές, ορισμένοι άνθρωποι όχι επειδή υπάρχει κάποια οργάνωση της παραγωγής που το επιβάλλει αλλά από λόγους …τριτοκοσμικούς και μόνο, συμβαίνει να έχουν περισσότερα κεφάλια από τους άλλους. Και ανάλογα με τον αριθμό των κεφαλιών τους αντιστοίχως βέβαια να απολαμβάνουν και το πηλίκον του «κατά κεφαλήν εισοδήματος». Οι άλλοι που έχουν ένα μόνο κεφάλι, εφ΄ όσον δεν είναι διατεθειμένοι να το …κόψουν, πρέπει να βρουν άλλους επιβίωσης, «ιδιωτικούς» τρόπους πέραν απ΄ τις επίσημες στατιστικές. Οι οικονομολόγοι συνεπώς στις χώρες αυτές δεν είναι εντελώς περιττοί, μόνο που δεν αντιστοιχούν απλώς στην ονομασία. Ακριβέστερος χαρακτηρισμός τους είναι αυτός του κολυβιστή, δηλαδή η ασχολία με τα … «επιτόκια» και το «νόμισμα», δια των οποίων, δεινοπαθούν να φέρουν βόλτα τις μονίμως χρεοκοπημένες οικονομίες των χωρών τους της ουδεμίας παραγωγής και των …λερναίων κοινωνικών φαινομένων.
Μέρος 2ον ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Δευτ. 10/4/ ΄95
Η Λευκάδα, ως φορέας μιας «μυστικής συνταγής» (που δεν αποτελείται παρά από τα συστατικά της μοναδικότητάς της) με τουριστική σημασία, σκέφτηκε κανείς ότι μπορεί να κινδυνεύει από τον ευπρόσδεκτο με ενθουσιασμό (και κάτι παραπάνω) περιστασιακό τουρισμό; Αυτό το ερώτημα μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει τον σκελετό του παρακάτω μέρους από το καινούργιο γνωστό άρθρο του «Μ. Επτανήσιου»:
«Η Μυστική Συνταγή»
Μεγαλοστόμως επίσης εμιλήσαμε προηγουμένως ότι η ελληνική πολιτική τα κατάφερε με τον τουρισμό. Διότι το άρθρο στην γερμανική εφημερίδα διευκρινίζει ότι αυτό το ζηλευτό επίπεδο τουριστών οφείλεται σε περιστασιακούς λόγους και μόνο, δηλαδή στις ανώμαλες πολιτικές καταστάσεις της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων. Ανεξαρτήτως πάντως των αιτίων, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η επίσημη τουριστική πολιτική θα πρέπει να βρίσκεται σε επουράνιους τόπους ικανοποιήσεως. Και αφού η αγορά τουρισμού «τραβάει», σημασία έχει να ριχθή σ΄ αυτή όσο πιο πού «εμπόρευμα» γίνεται και όσο οι περιστασιακώς εξελισσόμενες καταστάσεις το επιτρέπουν. Το ένα νησί μετά το άλλο, «αξιοποιήσεις» μερών που ως τώρα ήσαν ανέπαφα από τον τουρισμό, σύντομες οικοδομήσεις προς απορρόφηση των πελατών κλπ. Δεν είναι συνεπώς παράξενο, ότι σ΄ αυτή την περιστασιακή «υπερπροσφορά εμπορεύματος» από ελληνικής απόψεως οφείλεται και η «ανακάλυψη» της Λευκάδος, η οποία μέχρι τώρα ίσχυε ως «μυστική συνταγή» στις διατιμήσεις της τουριστικής αγοράς, καθώς σημειώνει το άρθρο. Αυτό όμως ακριβώς πρέπει να αποτελέση μάλλον αιτία ανησυχίας παρά χαράς για τους λευκαδίτες. Γιατί «μυστική συνταγή» σημαίνει ακριβώς προσφορά ποιότητος στην τουριστική αγορά, και το προνόμιο αυτό δεν το έχουν όλοι οι τόποι. Είναι δηλαδή το μόνιμο Κεφάλαιο που μπορεί να διαθέτη ένας τόπος, ανεπηρέαστο από τις όποιες διακυμάνσεις και του οποίου η διαχείριση απαιτεί την ίδια μέριμνα όπως και μια ανέλπιστη μυθική κληρονομιά. Τέτοιοι τόποι «μυστικών συνταγών» είναι επί παραδείγματι ορισμένα νησιά της γαλλικής Πολυνησίας, τα οποία, προκειμένου να διατηρήσουν τη φύση τους ακριβώς σαν το πούτιμο κεφάλαιο που έχουν μετέβαλαν τον τουρισμό σε σχεδόν απαγορευτικό φαινόμενο: πάνω από 300 δολάρια την ημέρα κοστίζει η διανυκτέρευση σε πάγκαλόους που είναι απλές μπαράκες. Παρόλα αυτά όμως και παρά την διεθνή ύφεση, τα έσοδά τους διαρκώς ανεβαίνουν. Ήδη η γερμανική εταιρεία Lufthansa, μια από τις μεγαλύτερες στον κόσμο, άνοιξε προσφάτως δικό της γραφείο για «ατομικό τουρισμό», δηλαδή για τουρίστες υψηλών εισοδημάτων που απαιτούν ακριβώς τόπους «μυστικών συνταγών», τόπους με ιδιαίτερο τοπίο και απηλλαγμένους από την κοσμοσυρροή. Και επειδή όπως αναλύσαμε στο άρθρο μας για το «Σκουπίδι» ο τουρισμός στην «ελεύθερη αγορά» αποτελεί εμπόρευμα, επίσης και στις διακοπές το αποκτά κανείς ότι πληρώσει και πληρώνει αυτό που απολαμβάνει. Οι ποιοτικές αυτές διαφορές δεν έχουν κατ΄ ανάγκην σημασία και για την επίσημη τουριστική μας πολιτική, διότι γι¨ αυτήν, όπως εξηγήσαμε, σημασία έχει να μπορή να προσφέρη τους τόπους σαν εμπόρευμα, ώστε να μην υπάρχη διαρροή «συναλλάγματος» προς άλλες χώρες. Είναι κάτι τέτοιο αναγκαίο όχι μόνο γιατί ο νέος ορισμός του «γενικού συμφέροντος» μεταπολεμικά είναι η «τουριστική ανάπτυξη» (που ήδη αποτελεί και την βάση της «οικονομίας» μας), αλλά και λόγω των προεκλογικών εξόδων στην Αθήνα κάθε τρείς και λιγο, όπως επίσης και λόγω της επιτακτικής ανάγκης μειώσεως των «Δημοσίων ελειμμάτων» προκειμένου να …συντονισθούμε «Ευρωπαϊκώς». Αυτά λοιπόν, εν συσδυασμώ με το περιστασιακό τουριστικό ΒΟΟΜ λόγω των πολιτικών ανωμαλιών στον ευρύτερο χώρο, δημιουργούν τον κίνδυνο απομυθοποίησης της Λευκάδος ως «μυστικής συνταγής» και την σχεδόν βεβαιότητα υπαγωγής της στον προγραμματισμό των «υποδομών», εφ΄ όσον δεν υπάρξουν αντιστάσεις.
Μέρος 3ον ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Δευτ. 17/4/΄95
Οι φόβοι μας από τον πανικό μήπως και ελαττωθεί ο τουρισμός μας τον οποίο όλοι γνωρίζουμε πόσο σημαντικός είναι για μας, αποδεικνύονται σιγά σιγά φαντάσματα. Κι αυτό γιατί υπάρχουν σκέψεις, βασισμένες σε ρεαλιστικά δεδομένα, που κρίναμε. Ακριβώς τέτοιες σκέψεις καταγράφονται στην παρακάτω συνέχεια του γνωστού άρθρου:
Ελληνικό μερίδιο τουρισμού
Είναι ακριβώς το σημείο στο οποίο πρέπει να στρέψη την προσοχή της η νέα τοπική αυτοδιοίκηση. Είναι σχεδόν παραδοσιακή αναγκαιότητα στον τόπο μας, όταν οι σειρήνες του σύντομου περιστασιακού κέρδους κελαηδούν, αυτομάτως να χορεύουν και οι μπουλντόζες… Όπως όμως εξηγήσαμε ήδη στην αρχή του άρθρου μας για το «σκουπίδι» και όπως το άρθρο της γερμανικής εφημερίδας επιβεβαιώνει, οι νέες πολιτικές διαμορφώσεις του κόσμου μας και η ενσωμάτωση του πρώην ανατολικού κόσμου στις ευρωπαϊκές διαδικασίες έχουν ήδη αρχίσει να επιφέρουν αύξηση του τουρισμού της Μεσογείου. Συνεπώς δεν υπάρχει λόγος να λογαριάζει κανείς με περιστασιακά ΒΟΟΜ, διότι τα τουριστικά έσοδα μακροπροθέσμως να αυξηθούν μόνο μπορούν και όχι να μειωθούν. Το πρόβλημα για την Λευκάδα και τα Επτάνησα είναι, αν μέσα σ΄ αυτή την αύξηση των μεσογειακών τουριστικών εσόδων μπορούν να εξασφαλίσουν το δικό τους σταθερό μερίδιο, ανταποκρινόμενο στην ιδιαίτερη ποιότητά του τουρισμού που μπορούν να διαμορφώσουν. Προϋπόθεση όμως για κάτι τέτοιο είναι ακριβώς η διατήρηση των «μυστικών συνταγών» που έχουν να προσφέρουν. Ο ποιοτικός τουρισμός του μέλλοντος θα ζητά οικολογία και φύση, όχι μαζικές φυσιογνωμίες ξενοδοχείων και «υποδομών». Ήδη οι Ισπανοί, οι οποίοι αχρήστευσαν τις μεσογειακές ακτές των με τον μαζικό τουρισμό, ζητούν οι ίδιοι να κάνουν τουρισμό στην Ελλάδα, σημειώνει το άρθρο. Μόνο αν ξέρη κανείς την κατάσταση των μεσογειακών ακτών της Ισπανίας με τον μαζικό τουρισμό μπορεί να καταλάβη γιατί ο ΕΟΤ, όπως εξηγεί το γερμανικό άρθρο, λογαριάζει με βέβαιη αύξηση του τουρισμού από την Ισπανία. Και μάλιστα την υψηλότερη απ΄ όλους τους άλλους: 20%. Αυτά τα δεδομένα αποτελούν πολύτιμα διδάγματα και έτοιμες απαντήσεις στους …προγραμματισμούς των «υποδομών» και των «ξενοδοχείων αστέρων» που υποβάλλουν τα περιστασιακά τουριστικά ΒΟΟΜS και οι «νόμοι της αγοράς». Πολύ περισσότερο, γιατί η Ισπανία είχε την εναλλακτική λύση της βιομηχανικής αναπτύξεως δια του τουριστικού κεφαλαίου, πράγμα που ως έναν βαθμό επέτυχε. Τέτοιου είδους προοπτικές για την Ελλάδα δεν υπάρχουν. Και πολύ περισσότερο για τα Επτάνησα. Αλλά και κάτι άλλο είναι το ιδιάζον με την περίπτωση της Ισπανίας και της Αδριατικής Ιταλίας: μπόρεσαν να αναπτύξουν τον μαζικό τουρισμό χωρίς να φοβούνται ότι τα τουριστικά τους έσπδα θα μειωθούν από τις διακυμάνσεις της «αγοράς», διότι και οι δύο αυτές χώρες αποτελούν θεμελιώδεις πολιτιστικούς πόλους της ευρωπαϊκής ιστορίας που την προσφέρουν με την ενδοχώρα τους. Δεν υπάρχει τουρίστας, ευρωπαίος ή μη, που δεν θα θελήση να επισκεφθή τις δυο αυτές χώρες. Τα πράγματα με την Ελλάδα – για λόγους που δεν μας ενδιαφέρουν την στιγμή αυτή – δεν είναι ακριβώς έτσι. Επί του παρόντος αυτή το μόνο τουριστικό κεφάλαιο που έχει να προσφέρη είναι η αξιοποίηση του φυσικού της περιβάλλοντος. Κι αυτό για τα Επτάνησα ισχύει κατ΄ εξοχήν.
Μέρος 4ον ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Τρ. 2/5/΄95
Η σωστή οργάνωση είναι το κύριο σημείο και ζήτημα αυτού του μέρους από τα γενικότερο, σε συνέχειες άρθρο. «Οργάνωση» όμως που να σημαίνει εκτίμηση, ταξινόμηση, φροντίδα των ήδη υπαρχόντων και «σωστή» με την έννοια ότι πρέπει να μην προέρχεται από τους απανταχού «ειδικούς» και μόνο από αυτούς. Για τις κατατοπιστικότατες λεπτομέρειες διαβάστε τα παρακάτω:
«Από τη Γύρα ως τις Αλυκές»
Ειδικά η Λευκάδα έχει και μιαν άλλη προνομία: είναι ένα από τα δυο νησιά του ελλαδικού χώρου (το άλλο είναι η Εύβοια) που συνδέεται οδικώς με την ηπειρωτική χώρα. Είναι δηλαδή οιονεί προορισμένη να αναπτύξη τον τουρισμό της με την δυνατότητα της σύγχρονης αναπτύξεως στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας με τα τροχόσπιτα. Η Γύρα προσφέρει απέραντες εκτάσεις για την αξιοποίηση αυτού του είδους τουρισμού. Πρόκειται για έναν τουρισμό που δεν προϋποθέτει καταστροφή της φύσης, αλλά αντίθετα, συντήρηση και σωτηρία της. Διαμόρφωση θέσεων παρκαρίσματος με δέντρα γύρω – γύρω στη Γύρα, δεν συνιστά οικολογική επιβάρυνση. Με μια στοιχειώδη οργάνωση επί πλέον εκ μέρους των δημοτικών αρχών, η οποία θα εξασφαλίζη στους τουρίστες αυτούς (οι οποίοι σημειωτέον, έχουν τρουχισμένη οικολογική συνείδηση – γι΄ αυτό κι όλας καταφεύγουν στον ατομικό τουρισμό επενδύοντας εκατομμύρια στα αυτοκίνητά αυτά) μια μπρίζα για ρεύμα, νερό και καθημερινή μέριμνα για τα σκουπίδια τους, μπορεί η Λευκάδα να εξασφαλίση για όλη τη τουριστική περίοδο (και όχι μόνο για 20 μέρες του Αυγούστου) πάνω από 4000 τουρίστες. Το νούμερο βέβαια αυτό είναι θεωρητικό, τυχαίο και …ανθυγιεινό, διότι τόσος κόσμος δεν παύει να αποτελή καθ΄ εαυτός μια οικολογική επιβάρυνση. Είναι όμως ένα θεωρητικό νούμερο, που θα μπορούσε να καταστή πραγματικότητα με μικρές περιβαλλοντικές συνέπειες, εφ΄ όσον υπήρχε οργανωμένος ένας ενιαίος επτανησιακός τουρισμός, τα νησιά διέθεταν τα δικά τους θαλάσσια μέσα συγκοινωνίας και μπορούσε το τουριστικό αυτό δυναμικό να διοχετεύεται μ΄ αυτά στα άλλα νησιά. Δηλαδή η Λευκάδα θα μπορούσε να αποτελέση τον αγωγό ενός συμπληρωματικού τουρισμού για όλα τα Επτάνησα. Οι επιπτώσεις για την οικονομική ανάπτυξη της πόλης είναι φανερές, ώστε να μην χρειάζονται συζήτηση. Και όχι βέβαια μόνο για την πόλη, διότι ο αγροτικός λ.χ. τουρισμός (πράγμα που προβλέπει και το Envireg) αποτελεί μια από τις δυνατότητες σήμερα της τουριστικής ανάπτυξης. Μόνο ότι αυτά όλα απαιτούν ανοιχτή συζήτηση και αντίληψη των πραγμάτων ως νοήματα. Δεν προϋποθέτουν «συνδιασκέψεις ειδικών», γιατί μέσα σ΄ αυτές εμφιλοχωρούν μερικά συμφέροντα που εκτρέπουν τα πράγματα απ΄ τον σωστό τους δρόμο. Τυπικό παράδειγμα των «κλειστών συνεδριάσεων» μεταξύ «ειδικών» έχουμε την περίπτωση των Αλυκών, οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν χρυσορυχείο για την Λευκάδα. Η παραχώρησή τους στην «Body Shop» λ.χ. (και συζητάμε για μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες αισθητικής στον κόσμο, που δουλεύει επι οικολογικής βάσεως και έχει ετήσιο τζίρο δισεκατομμυρίων δολαρίων) για την αισθητική και ιατρική αξιοποίηση της λάσπης και με μια συμμετοχή της Λευκάδος μόνο κατά 20% επί των καθαρών κερδών, το πρόβλημα «ανάπτυξης» της Λευκάδος θα ήταν λυμένο ες αεί. Αν επικρατούσε ανοιχτή συζήτηση για τις Αλυκές, θα βρίσκοταν και οι ιδέες. Επικράτησαν όμως οι «κλειστές συδιασκέψεις» μεταξύ «ειδικών» και καταλήξαμε στο τσιμέντωμα … Λιμάνια για κότερα υπάρχουν παντού, Αλυκές όμως με ιαμάτική λάσπη (και μάλιστα της ποιότητος των δικών μας) όχι. Αυτός ο τουρισμός της …λάσπης υπάγεται σήμερα στις σφαίρες των πιο υψηλών τουριστικών εισοδημάτων, που πολλές χώρες προσπαθούν να αναπτύξουν χωρίς Αλυκές.
Μέρος 5ον ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Δευτ. 8/5/΄95
Σ΄ αυτό το προτελευταίο κομμάτι από το γενικότερο άρθρο το κυρίαρχο σημείο είναι αυτό της κατανόησης και της εκμετάλλευσης των «νόμων λειτουργίας του σημερινού κόσμου» οι οποίοι αν και τελικά δεν μας είναι ορθά γνωστοί, είναι το εισιτήριο για να εντάξουμε το «εμπόρευμα Λευκάς» σε μια σχετική συζήτηση:
«Οι Ειδικοί Νόμοι»
Οι «κλειστές» συνεπώς συνδιασκέψεις δεν μοιάζει να είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος λύσεως πρακτικών προβλημάτων. Πολύ περισσότερο, όπως είπαμε, διότι η ελληνική τουριστική πολιτική ξέρει μόνο να «ρίχνει εμπόρευμα» στην τουριστική αγορά κατά τους νόμους προσφοράς και ζήτησης. Η διατήρηση της Γύρας ως «μυστικής συνταγής» κατά τους τρόπους που λέμε δεν προϋποθέτει «ειδικούς αλλά απλώς άτομα κοινής νοήσεως, που μπορούν να καταλάβουν μιαν απλή ιδέα: ότι οι εταιρείες που κατασκευάζουν τα σύγχρονα τουριστικά αυτοκίνητα έχουν συμφέρον να εξασφαλίσουν την ύπαρξη μερικών «μυστικών συνταγών» στον χώρο της Ευρώπης, διότι κάτι τέτοιο σημαίνει γι΄ αυτές οικονομικό κέρδος. Όσο πιο πολλές «μυστικές συνταγές» υπάρχουν, τόσο αυξάνει ο αριθμός εκείνων που θέλουν να αγοράσουν τα προϊόντα τους. Συνεπώς η αξιοποίηση της Γύρας κατά τρόπο οικολογικό, δεν προϋποθέτει καν «ειδικούς» (πολεοδόμους, οικολόγους, μηχανικούς και αρχιτέκτονες). Προϋποθέτει απλή επαφή με τις βιομηχανίες παραγωγής των αυτοκινήτων. Αυτές έχουν όλους τους «ειδικούς» που απαιτούνται προς δημιουργία προϋποθέσεων που απαιτεί η κατανάλωση των προϊόντων τους. Και από την μεριά των αρμοδίων της τοπικής αυτοδιοίκησης, απαιτείται μόνο μια απλή «σοφία»: ότι η ανάπτυξη του τουρισμού επί ιστορικής και πολιτικής (ήγουν πολιτιστικής) βάσεως, ανεξάρτητη από περιστασιακά ΒΟΟΜS και διακυμάνσεις της «αγοράς», δηλαδή η ανάπτυξη του τουρισμού που δεν μεταβάλλει την Λευκάδα σε εμπόρευμα κατά τους προς στιγμήν νόμους «προσφοράς και ζήτησης», προϋποθέτει γνώση λειτουργίας της σημερινής βιομηχανικής παραγωγής και των (κοινωνικών) προβλημάτων που αυτή συνεπάγεται. Είναι άλλωστε οι παράγοντες από τους οποίους απορρέει ο τουρισμός σαν έννοια και σαν πραγματικότητα. Συνυπολογισμός αυτών των παραγόντων – και όχι η εισπρακτική αντίληψη για τα … «χελιδονάκια του βορρά» – είναι η βάση επί της οποίας μπορεί να οικοδομηθή ο τουρισμός σαν εδραία βάση αναπτύξεως του χώρου των Επτανήσων. Τουρισμός δηλ. εν προκειμένω δεν σημαίνει την παθητική στάση ξενοδοχειακής νοοτροπίας (έχομε πελάτες ανοίγομε, δεν έχομε κλείνομε), αλλά την θετική διαμόρφωση του τουρισμού ως πολιτιστικού προϊόντος που λειτουργεί αφ΄ εαυτού στα πλαίσια της σύγχρονης παραγωγής. Αυτό σημαίνει «ανάπτυξη» της Λευκάδος δια του τουρισμού ή όποιου άλλου τόπου. Ανάπτυξη διανοητική δηλαδή που διαγιγνώσκει τους νόμους λειτουργίας του σημερινού κόσμου και μέσα σ΄ αυτούς εντάσσει και την δική της λειτουργία.
Μέρος 6ον (τελευταίο) ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Τα αποτελέσματα ερευνών όπως αυτά της γερμανικής εφημερίδας για την συγκεκριμένη εθνική προέλευση των τουριστών στα Επτάνησα, σύμφωνα με το τελευταίο μέρος του «Εμπόρευμα Λευκάς» αν χρησιμοποιηθούν με τον κατάλληλο τρόπο θα μπορούν κάλλιστα να οδηγήσουν στην ανάπτυξη του τουρισμού και της Λευκάδας. Ωστόσο, ένα γενικό συμπέρασμα του άρθρου (αλλά και βασική προϋπόθεση της λύσης) είναι η ανάγκη για το ειδικότερο ενδιαφέρον και τη μελέτη ενός τόσο σημαντικού και λεπτού ζητήματος όπως αυτό του τουρισμού:
Το ατέλειωτο «Εμπόρευμα Λευκάς»
Μια εξόχως αξιοπρόσεκτη παρατήρηση που γίνεται εν τέλει στο άρθρο της γερμανικής εφημερίδος είναι το γεγονός, ότι η «εθνική σύνθεση» των τουριστών στην Ελλάδα πολύ απέχει από του να παρουσιάζη κάποιαν ομοιογένεια. Έναντι των 600.000 Γάλλων τουριστών π.χ. εκείνος των Άγγλων ανέρχεται σε 2,5 εκατομμύρια. Πρόκειται περί «παραδόσεως», όπως παρατηρεί ο συντάκτης του άρθρου, άρα περί γεγονότος μη τυχαίου. Τις …ανομοιογενείς αυτές καταστάσεις στα Επτάννησα τις ξέρουμε βέβαια καλά, αλλά φυσικά δεν έχει σημασία τι είδους εθνικότητος μπορεί να είναι οι τουρίστες που μας επισκέπτονται. Ίσα – ίσα λόγω παλαιάς … ερωτικής προϊστορίας, έχομε κάθε λόγο να είμαστε συναισθηματικώς ικανοποιημένοι για την προτίμηση των Άγγλων και να τους αγαπούμε κι εμείς. Πρόκειται όμως περί συναισθήματος; 2,5 εκατομμύρια λένε οι στατιστικές του ΕΟΤ για το 1994 και επί πλέον αύξηση κατά 7% προβλέπουν για το 1995, ενώ για τους γερμανούς που ανήλθαν σε 2,1 εκατ. το 1994 και η χώρα τους είναι η πλουσιότερη της Ευρώπης προβλέπεται αύξηση μόνο κατά 3%. Μακάρι να έκανε λάθος όποιος υπέθετε ότι αυτές οι «αναλογίες» δεν προέρχονται από απλό … συναίσθημα, αλλά από επιδιώξεις άλλων, όχι ολότελα απηλλαγμένων παλαιών αποικιοκρατικών αποχρώσεων. Γιατί αν είναι έτσι, τότε και κάθε σκέψη αναπτύξεως του τουρισμού στα Επτάνησα καταντά ματαιοπονία: συμφέρει να χτισθούν παντού ξενοδοχεία, ώστε οι «προγραμματισμένες μάζες» να διχετεύονται απλούστατα μέσω μιας χρηματιστικής απλώς διαδικασίας (προϋποθετούσης βέβαια την πλήρη αποβλάκωση των επτανησίων) και να εξυπηρετούνται έτσι οι άλλοι σκοποί. Αλλά αυτά, όπως είπαμε, θα μπορούσαν να τα σκεφθούν μόνο οι κακοί άνθρωποι … Εμείς οι επτανήσιοι, αντίθετα, δεν πρέπει να παύωμε να πιστεύωμαι ότι ο χώρος μας τότε μόνο μπορεί να εξυπηρετήση τα οποιαδήποτε επί μέρους τέλη, όποια και αν είναι αυτά και από όπου και αν προέρχονται, όταν μπορέση να εξυπηρετήση σύνολες ευρωπαϊκές καταστάσεις (αναγκαστικά και διεθνείς σήμερα) στην μεσογειακή περιοχή. Οι Άγγλοι με τα δεδομένα αγαθά αισθήματά τους απέναντι μας θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν γι΄ αυτό, προσφέροντας έτσι μια σπουδαία υπηρεσία στον τόπο μας έναντι των όσων προσέφερε αυτός στους ίδιους στο παρελθόν.