Του ΝΙΚΟΥ ΓΑΖΗ(*)
Αντί προλόγου:
Για τον ηρωϊκό ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου, ασφαλώς θα διαβάσατε πλήθος διθυράμβων και επαινετικών άρθρων και σχολίων. Είναι φυσικό και απολύτως δικαιολογημένο να γράφονται όλα αυτά, γιατί χωρίς αμφιβολία τα γεγονότα εκείνα και κυρίως η θυσία των νέων παιδιών που έχασαν εκεί τη ζωή τους, είναι ο φάρος που δείχνει και θα δείχνει στο διηνεκές το δρόμο της αντίστασης, σε κάθε γενιά που θα αντιμετωπίσει συνθήκες φασισμού και καταπίεσης.
Ο υπογράφων, αφήνω σε άλλους αρμοδιότερους -και κατά τεκμήριο ικανότερους- το προνόμιο να γράψουν, να εξυψώσουν και να μεταφέρουν τα θετικά μηνύματα εκείνης της περιόδου. Ενώ ο ίδιος, σαν γκρινιάρης εκ φύσεως άλλωστε, προτιμώ να καταπιαστώ με την απογοητευτική κατάληξη αρκετών εκ των πρωταγωνιστών της, που εξαργύρωσαν την παρουσία και την συμμετοχή τους σ΄ εκείνα τα γεγονότα, υποθηκεύοντας το μέλλον της πατρίδας μας και κυρίως των νέων μας, των επόμενων γενιών. Επειδή όμως το «κατόρθωμα» αυτών των τελευταίων συνέβη και βαραίνει συλλήβδην την δική μου καταραμένη γενιά, νοιώθω την ανάγκη κάθε χρόνο τέτοια μέρα να ζητήσω ακόμα μια φορά συγνώμη απ΄ τα παιδιά, που πληρώνουν -και θα πληρώνουν για πολύ ακόμα- το λογαριασμό των λαθών και της παροδικής προσωπική μας ευμάρειας…
*****
Δεν είναι στις προθέσεις μου μέρα που είναι, να αποδώσω ευθύνες ή μομφές σ’ αυτούς που μας οδήγησαν -σαν κράτος- στον πάτο του βαρελιού της ανέχειας, της επαιτείας και του ευτελισμού. Άλλωστε ο ίδιος ο λαός, σαν παθός που είναι πλέον, έχοντας απαλλαχτεί στην πλειοψηφία του απ’ τα παραμορφωτικά γυαλιά που τόσο έντεχνα του είχαν φορέσει τα ΜΜΕ και τα πολιτικά κόμματα, έχει διαμορφώσει την δική του άποψη για το ποσοστό ευθύνης που αναλογεί σε κάθε πολιτικό πρόσωπο ή κόμμα εκείνης της εποχής.
Θέλω όμως να επικεντρωθώ και να σχολιάσω το ρόλο μιας ολόκληρης γενιάς, της δικής μου «γενιάς του Πολυτεχνείου», όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, που ενώ βγήκε στο προσκήνιο με την ηρωική εκείνη εξέγερση και με τις πιο αισιόδοξες προδιαγραφές, κατέληξε να αποδειχθεί η πιο καταστροφική γενιά που γνώρισε ποτέ τούτος ο τόπος στην μακραίωνη ιστορία του
Ανήκω κι εγώ ηλικιακά στην γενιά του Πολυτεχνείου και ομολογώ πως ντρέπομαι ιδιαίτερα γι αυτό. Αν και ποτέ δεν είχα κάποιο διακριτό πολιτικό ρόλο κι ούτε την παραμικρή συμμετοχή στο πάρτυ της αχαλίνωτης μάσας που ακολούθησε και με το οποίο ανταμείφτηκαν οι περισσότεροι απ’ τους πρωταίτιους των ηρωικών γεγονότων, νοιώθω ένοχος για την ανοχή και την αδράνειά μου, αφού ούτε κι εγώ αντιλήφθηκα, ούτε αντιτάχθηκα και βέβαια δεν πολέμησα την γενικευμένη ηθική κατρακύλα της γενιάς μου, όταν αυτή «ήρθε στα πράγματα».
Μέσα σ’ αυτή την κατάπτωση λοιπόν, η ηρωική φρουρά του Πολυτεχνείου σε μεγάλο ποσοστό της κατέληξε αργυρώνητη, αφού εξαργύρωσε την αντίστασή της στη χούντα με θαυμαστές πολιτικές καριέρες και με βαριές υπουργικές ή διευθυντικές πολυθρόνες του δημόσιου τομέα.
Και δίπλα τους, εμείς οι υπόλοιποι της ίδιας γενιάς, είτε από υστεροβουλία είτε από αφέλεια, τους ψηφίζαμε, τους υποστηρίζαμε ή έστω τους ανεχόμαστε, καταλήγοντας συνυπεύθυνοι στο έγκλημα. Παρασυρμένοι μάλιστα από το ρεύμα αριβισμού που κυριάρχησε, αναγάγαμε σε πρότυπά μας τον απατεώνα, το φοροκλέφτη και τον πρωταθλητή της αρπαχτής, τους οποίους αποκαλέσαμε μάλιστα με κρυφό θαυμασμό «γάτες με πέταλα» και ποιος λιγότερο ποιος περισσότερο, προσπαθήσαμε να τους μιμηθούμε… Έτσι, καταργήσαμε αξίες και ηθική, ισοπεδώσαμε παραδόσεις και ιδανικά και καταλήξαμε να θεωρούμε τον τίμιο πολίτη «αφελή» και όποιον κάνει ειλικρινή φορολογική δήλωση τουλάχιστον μαλ…κα! Κοντολογίς με την δράση ή με την παθητική ανοχή μας, συμμετείχαμε όλοι στην δημιουργία του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος και του αρρωστημένου οικονομικού περιβάλλοντος, που τελικά μας έριξε στο πηγάδι που βολοδέρνουμε σήμερα!
Αμέτρητες είναι οι αμαρτίες κι οι ευθύνες που βαραίνουν την καταραμένη γενιά μας, που δυστυχώς άσκησε την εξουσία στα περισσότερα απ’ τα τελευταία χρόνια. Συμμετέχοντας στις παντός χρώματος κυβερνήσεις απ΄ την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, μας οδήγησαν στον γνωστό ψευδεπίγραφο και πλαστό ευδαιμονισμό με δανεικά, τον οποίο αλίμονο, ξεπληρώνουμε σήμερα και θα ξεπληρώνουν αρκετές απ’ τις επόμενες γενιές της πατρίδας μας…
Το χειρότερο όμως απ’ τα «κατορθώματά» μας, είναι που κλέψαμε την ελπίδα και τ’ όνειρο απ’ την νέα γενιά! Εμείς, τα υποσιτισμένα μειράκια της δεκαετίας του πενήντα, που προσπαθούσαμε να στυλωθούμε με την σκόνη γάλατος και το κίτρινο τυρί της ΟΥΝΡΑ, που μοιράζονταν τότε δωρεάν στα σχολεία, γιομίσαμε προγούλια, χοληστερίνη και τριγλυκερίδια και γίναμε οι καλύτεροι πελάτες των καρδιολόγων αρχικά και των γνωστών …«εργολάβων» στη συνέχεια! Ευνοημένοι διάδοχοι της άτυχης και ταλαιπωρημένης γενιάς της κατοχής, του εμφυλίου και της μετανάστευσης, ευτυχήσαμε να μεγαλώνουμε ταυτόχρονα με τις σπουδαίες εξελίξεις της τεχνολογίας και βιώσαμε την μεγάλη αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου που επέφεραν η ανάπτυξη, η μαζική εξάπλωση του ηλεκτρικού ρεύματος στην επαρχία κι όλα τα τεχνολογικά καλούδια που επακολούθησαν…
Έτσι χορτασμένα αρχοντοχωριατόπουλα πλέον, βγήκαμε στην αγορά εργασίας κατά την χρυσή περίοδο των εργαζομένων (στην δεκαετία του ’70), τότε που οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης σε συνδυασμό με τους φιλεργατικούς νόμους που είχαν προκύψει από την επικράτηση της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη, δημιούργησαν ιδανικό περιβάλλον για τους εργαζόμενους! Και σε συνδυασμό με την δωρεάν παιδεία, που είχε εφαρμοστεί στην πατρίδα μας λίγο νωρίτερα και απ΄ την οποία είχαμε την τύχη να επωφεληθούμε, είχαμε πλέον τη δυνατότητα, ακόμη κι όσοι προερχόμαστε απ’ τα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα, να εξελιχτούμε και να ανελιχθούμε στα ψηλότερα επίπεδα.
Αποτέλεσμα όλων αυτών των παραγόντων ήταν η πλειοψηφία της δικής μας γενιάς να ευδοκιμήσει με σχετική ευκολία και παρά τις λειψές σπουδές και τα ακόμα λιγότερα προσόντα μας, συχνά να διαγράψουμε πολύ επιτυχημένες επαγγελματικές διαδρομές! Έτσι δεν ήταν καθόλου περίεργο που αρκετοί απ’ τους συμμαθητές μου, μετριότατων επιδόσεων, βαθμών και προσόντων, έκαναν καριέρα διευθυντή σε δημόσιες υπηρεσίες με μοναδικό τίτλο σπουδών τους το απολυτήριο του εξατάξιου τότε Γυμνασίου (ή του σημερινού Λυκείου)!
Με άλλα λόγια, εμείς είχαμε την τύχη και την ευτυχία να ξεκινήσουμε τη ζωή μας και να κάνουμε καριέρα σ’ ένα περιβάλλον διαμετρικά αντίθετο απ’ το απελπιστικό εργασιακό περιβάλλον που η αφροσύνη μας δημιούργησε για τους σημερινούς νέους. Και η ευθύνη μας είναι διπλή γιατί, εκτός απ΄ αυτό, αποδειχτήκαμε και κάκιστοι γονείς αφού δεν εκπαιδεύσαμε τα παιδιά μας κατάλληλα, ώστε να επιβιώσουν στο τρομακτικό αυτό περιβάλλον που τους ετοιμάσαμε για να κινηθούν και να ζήσουν.
Ας συνειδητοποιήσουμε λοιπόν τις ευθύνες μας και αν μη τι άλλο, να τους ζητήσουμε συγνώμη, έστω κι αν αυτό καθόλου δεν θα βελτιώσει την δραματική θέση στην οποία τα βάλαμε. Θα είναι όμως κάποιου είδους ηθική ικανοποίηση γι αυτά και το σπουδαιότερο είναι πως η δική μας συνειδητοποίηση ίσως να περιορίσει την κακή μας συνήθεια να παρασταίνουμε από πάνω και τους κριτές τους…
Συγνώμη παιδιά!
Κι αυτό είναι το ελάχιστο που διακαιούνται…
(*Ο Νίκος Γαζής είναι δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Λευκάδας με την παράταξη «Δίαυλος»)
Συγχαρητήρια. Πολύ εύστοχο το άρθρο σας.
H σημερινή Ελληνική κοινωνία της ομφαλοσκόπησης και του ναρκισσισμού – συλλογικότερου και εξατομικευμένου κυρίως- προσχηματικά ( δηλαδή σιγά δεν τρέχει τίποτα ) παρακάμπτει/ και παρακάμπτουν την σημασία της εργασίας για τους νέους ώς ένταξη στην κοινωνική λειτουργία και αυτοκατανοημένη ιδιωτικότητα ( αυτό κυρίως ),
Και αν αυτού προτείνεται – χωρίς κατανόηση γίνεται αναδεκτό και απ τους νέους- το σύμπτωμα της περιστασιακότητας απασχόλησης υπερ των δήθεν ελευθεριοτήτων της καθημερινότητας και της επίπλαστης άνεσης ή ψιλοάνεσης που εξασφαλίζεται απ την αναγκαιότητα οι γονείς να υποστηρίξουν τα τέκνα των.
Η άποψη του κυρίου Γαζή , μπαίνει αποκαλυπτικά και τολμηρά στον πυρήνα του θέματος, και αναγνωρίζει την κοινωνική οργάνωση εκείνη προηγούμενων χρόνων που ήταν περισσότερο από τώρα στραμμένη στην αυθύπαρξη και αυτονομία της ιδιωτικότητας του ανθρώπου και σε επαφή με την συλλογική και κοινωνική ολότητα, με βάση την εργασία ώς αξία και διεκδικούμενο και γεννεαλογική κοινωνική αναπαραγωγή και προστασία.
Το κάθε καφέ μπάρ , ή μπαράκι , ή πλαζ, ή περιστασιακότητα της απασχόλησης για την γνωριμία και τον κοινωνισμό των ανθρώπων , δεν παραγάγει τον ίδιο τύπο κοινωνισμού και γνωριμίας ανθρώπων που συντίθενται μέσα απ την εργασιακή μονιμότερη συνεύρεση και συναδελφικότητα. Ούτε τα παράγωγα της θεσμισμένης εργασίας ώς οικονομικότητα και ασφάλιση και προστασία των εργαζομένων , μπορούν να αναπαραχθούν μέσα απ τους όρους απασχολησιμότητα γενικά. Και ούτε η αναπαραγωγιμότητα της ίδιας ποσοτικά της εργασίας μπορεί να θεσμσθεί έστω και ισόποσα γεννεαλογικά.
Η εργασία έχει κοινωνικό προσδιορισμό και για την ανθρώπινη ιδιωτικότητα και δεν προσδιορίζεται εξατομικευμένα βάσει των ατομικών ικανοτήτων του εργαζομένου. Που αυτές οι ικανότητες και προυποθέσεις ποικίλουν και μικροεποχιακά και επιδέχονται και πολλαπλές ερμηνείες .
Η διεκδίκηση της εργασίας ώς ικανότητα του υποκειμένου ( ατομικό ή συλλογικό στην κοινωνική οργάνωση ) προηγείται της ίδιας της γνωστικής πληρότητας για το αντικείμενο της εργασίας, και ταυτόχρονα είναι αυτή που λειτουργεί κατανεμητικά για την σχέση γνώσης αντικειμένου και θέσης εργασίας, στην κοινωνική οργάνωση.
Και απ την Ελληνική κοινωνία ( μέρος της οποίας είναι και νέοι ) απουσιάζει – το γιατί απουσιάζει είναι άλλο θέμα- η ικανότητα για την εργασία , για τούτο πλεονάζουν και οι γνωσιακές πληρότητες για κάθε εργασιακό προτεινόμενο αντικείμενο. Για τούτο υπάρχει και η ανεργία και δή των νέων οι οποίοι είναι πλήρως ενημερωμένοι και μέσω και χρόνιων σπουδών για τα γνωσιακά αντικείμενα.
θ.α
Και γιατί τα νέα παιδιά – πρός τα οποία κατευθύνεται η συγνώμη – δεν πάνε στον Ντομπρόβσκις, στην Ούρσουλα Λά’ι’εν που είναι και φον , και στις Βρυξέλες για να τους βρούν δουλειά. Εδώ τα ταξιδια στο εξωτερικό με τα αεροπλάνα τάχουν εύκολα αι πολύ φθηνά όπως λένε τα ίδια τα νέα τα παιδιά.
Και αν δεν πάνε στις Βρυξέλες, γιατί δεν φτάνουν στην Πρωτεύουσα στην οδό Βασ. Σοφίας και Ηρώδου Αττικού 1 , στην μισή νέα πολυκατοικία Πεσμαζόγλου, που είναι τα γραφεία της Ευρωπαικής ένωσης για να τους βρούν δουλειά. Και τα νέα τα παιδιά μέσα απ την πρωτεύουσα που ζούν εύκολα φτάνουν στην δνση αυτή στο κέντρο της Αθήνας. Αλλά και απ την επαρχία εύκολα φτάνουν με υπεραστική συγκοινωνία με φθηνό εισητήριο?? ‘Η μήπως εν έχουν αυτό το κόστος εισητηρίου αλλά έχουν χρήματα για να κάνουν τατουάζ , ή να πίνουν 2 ποτά σε ένα μπάρ , μια και το ποτλό στην Ελλάδα πλέον κοστίζει 8-10 ευρώ.
Δυό πιοτά να μην πιούνε όλο το χρόνο, ή 4-5 καφέδες και φτάνουν απ την επαρχία στην πρωτεύουσα, πάνε στα γραφεία της ΕΟΚ και τους βρίσκει δουλειά. Μέσα απ την πρωτεύουσα που έχει καιτο 50% του πληθυσμού ης χώρας και περίπου και των νέων ή και περισσότερο ποσοστό νέων , δεν χρειάζεται καθόλου κόστος για να φτάσουν στα γραφεία της ΕΟΚ. Ή το πολύ 1-2 αστικά εισητήρια δηλαδή 1,5-3 ευρώ.
Γιατί με το πολύ συγνώμη , αρχίζει και μπερδεύεται το θέμα , και αρχίζουν μόνο τα δικαιώματα ξεχνώντας τις υποχρεώσεις .
Και γιατί οι νέοι, δεν πάνε να καλλιεργήσουν τα εγκαταλελημένα χωράφια, να περιμένουν την παραγωγή και τον καρπό ??? Να φυτέψουν ελιές και αμπέλια και να περιμένουν να καρποφορήσουν, όπως γινόμταν χρόνια. Αντί να κάθονται στις πλάζ πολλές ώρες και στις βόλτες και στα μπαράκια και καφενεία και παζάρια .
Οι προηγούμενες γενιές δηλαδή τι ήταν , και φύτευαν αμπέλι για να περιμένου 4-5 χρόνια για παραγωγή και ελιές 6 χρόνια αναμονή ???
Και εν τέλει γιατί δεν διαμαρτύρονται συλλογικά για να διεκδικήσουν τις θέσεις εργασίας, αλλά απαξιώνουν τον διεκδικητισμό – ούτε καν τον ξέρουν- προηγουμένων γεννεών.
Για τον αμπελουργικό διεκδικητισμό του 1935 στην Λευκάδα, ξέρουν οι νέοι, και αν δεν τους το δίδαξαν, ρώτησαν ως ερέθισμα ώς προτομή να μάθουν ποιός ήταν και τι έκανε ο Φίλιππας Πανάγος??? Ή απλά περνάνε με τα μηχανάκια και παρκάουν και τα αυτοκίνητα χρόνια δίπλα και πέριξ απ την προτομή του Φίλιππα Πανάγου ???