Με τη συγκρότηση του Ιονίου Κράτους παρατηρείται και η πρώτη αλλαγή του προσανατολισμού στη νομισματική πολιτική. Ήδη στο Σύνταγμα του Ιονίου Κράτους του 1817 προβλεπόταν η λήψη μέτρων για την καθιέρωση εθνικού νομίσματος. Στις 28 Οκτωβρίου 1818 η Γερουσία αποφάσισε την κοπή τριών χάλκινων νομισμάτων μικρής αξίας για την εξυπηρέτηση των συναλλαγών στα Ιόνια Νησιά.
Τα τρία κέρματα κόπηκαν στο Βασιλικό Νομισματοκοπείο του Λονδίνου σε μεγάλες ποσότητες συνολικής αξίας 30.000 λιρών και ήταν αντίστοιχα κατά το βάρος τη διάμετρο και την αξία προς τα βρετανικά νομίσματα φαρδίνι, μισή πέννα και πέννα. Πραγματοποιήθηκαν το 1819 δύο κοπές του μικρότερου κέρματος και από τρεις κοπές των δύο άλλων, ενώ το 1820 έγιναν δύο συμπληρωματικές κοπές του μικρότερου πάλι κέρματος. Στον εμπροσθότυπο εικονιζόταν ο Ιονικός λέοντας (στον τύπο του passant gardant / διαβάτη παρατηρητή) έχοντας κυκλικά την επιγραφή ΙΟΝΙΚΟΝ ΚΡΑΤΟΣ και τη χρονολογία κοπής, ενώ στον οπισθότυπο υπήρχε η γνωστή συμβολική παράσταση (προσωποποίηση) της Βρεταννίας ως θαλασσο-κράτειρας και στο πάνω μέρος ημικυκλικά το όνομα BRITANNIA σύμφωνα με τον καθιερωμένο τύπο των αντίστοιχων βρεταννικών νομισμάτων. Και οι δύο παραστάσεις είναι στραμμένες προς τα αριστερά.
Η αξία των νομισμάτων δεν αναγραφόταν. Το νέο νόμισμα αποκλήθηκε ιονικός οδολός και καθιερώθηκε επίσημα με κυβερνητική πράξη της 30 Ιουνίου 1820 (στο λαϊκό ιδίωμα απαντά ο τύπος το όβολο, τα όδολα και η λέξη αυτή ακόμη και σήμερα χρησιμοποιείται με την έννοια «χρήματα», όπως η αντίστοιχη λέξη λεπτά).
Ως βάση του ιονικού νομισματικού συστήματος παρέμεινε το αργυρό ισπανικό τάλληρο (δίστηλο) και οριζόταν η ισοτιμία του σε 100 οβολούς. Τα τρία κέρματα που τέθηκαν στην κυκλοφορία είχαν αντίστοιχα ονομαστική αξία μισού, ενός και δύο οβολών: «ημιώβολος» (miobolo),
«οβολός» (obolo) και «διώβολος» (dittobolo).
Με την κυκλοφορία των ιονικών οβολών απαγορεύτηκε η κυκλοφορία των γαζετών, των παράδων, των γροσιών και κάθε άλλου χάλκινου νομίσματος, καθώς και των επισημασμένων νομισμάτων και δόθηκε προθεσμία δεκαπέντε ημερών για την ανταλλαγή των νομισμάτων αυτών με ιονικά με βάση την ακόλουθη ισοτιμία: 1 δίστηλο (=100 οβολοί) = 343 γαζέτες = 270 παράδες. Επίσης τέθηκαν εκτός συναλλαγής όλα τα λοιπά χρυσά και αργυρά νομίσματα με εξαίρεση το αργυρό αυστριακό τάλληρο, το επίσης αργυρό βενετικό τάλληρο και το χρυσό ισπανικό δουβλόνι, που διατιμήθηκαν σε 98 οβολούς το πρώτο, σε 96 οβολούς το δεύτερο και σε 1.520 οβόλους το τρίτο.
Παρ’ όλα αυτά, τα κέρματα που τέθηκαν σε κυκλοφορία στα Ιόνια Νησιά δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τις καθημερινές μικροσυναλλαγές, που απαιτούσαν μικρότερης αξίας νομίσματα, όπως οι βενετικές γαζέτες και τα σολδία, που ήταν ακόμη σε χρήση κυρίως στην Κέρκυρα, καθώς και οι παράδες που τους χρησιμοποιούσαν στα άλλα νησιά. Γι’ αυτό, με την πράξη αριθ. 38 του Ä Ιονίου Κοινοβουλίου, της 12ης Μαΐου 1821, αποφασίστηκε η κοπή ενός νέου κέρματος που ονομάστηκε λεπτόν και είχε αξία ίση με το Μ>του οβολού. Το νόμισμα αυτό χαράχτηκε
και κόπηκε το ίδιο έτος (1821) στην Κέρκυρα κατά τοπρότυπο των ιονικών οΒολών, αλλά ήταν αρκετά
κακότεχνο. Αντίθετα με τα αγγλικής κοπής κέρματα, όπου δεν σημειώνεται η ονομαστική αξία του νομίσματος, στο κερκυραϊκής παραγωγής νόμισμα αναγράφεται στο έξεργο του οπισθότυπου ο αριθμός 4 προς δήλωση της αξίας του ποσοστού επι τοις εκατό του οβολού).
Παράλληλα, επισημάνθηκαν με την ίδια ένδειξη κέρματα σολδίων και παράδων.
Αλλαγή στη νομισματική πολιτική του Ιονίου Κράτους πραγματοποιήθηκε με την πράξη 53 του Β’ Κοινοβουλίου (4 Ιουνίου 1825) που αποδέσμευσε το ιονικό νόμισμα από το ισπανικό δίστηλο και καθιέρωσε ως Βάση του ιονικού νομισματικού συστήματος {moneta, stendale ή γνώμονα κατά την απόδοση του όρου στα επίσημα κείμενα των αποφάσεων του Κοινοβουλίου) το βρεταννικό αργυρό νόμισμα. Παράλληλα, τα βρεταννικά νομίσματα, αργυρά ή χάλκινα, αποκτούsαν νόμιμη κυκλοφορία στο Ιόνιο Κράτος.
Η ενοποίηση του ιονικού νομισματικού συστήματος με το βρεταννικό ολοκληρώθηκε με την πράξη 57του Β’ Κοινοβουλίου (15 Μαρτίου 1827), που καθόριζε ότι το εθνικό νόμισμα του Ιονίου Κράτους θα έχει Βάση το βρεταννικό και θα συνίσταται σε κοrώνες {crowns),μισές κορώνες {half crowns), σελλίνια {shillings) και εξάπεννα {six pence) αργυρά, καθώς και φαρδίνια {farthings) χάλκινα. Τα νομίσματα αυτά θα έχουν νόμιμη κυκλοφορία σε όλη την ιονική επικράτεια. Οι δημόσιοι λογαριασμοί θα γίνονται σε pounds ή λίρες στερλίνες, σελλίνια, πέννες, και φαρδίνια.
Οι πληρωμές προς το Δημόσιο θα γίνονται με το ιονικό νόμισμα ή με ισόποσο αργυρό αποδεκτό νόμισμα σύμφωνα με την αποτίμηση (tariffa). Η κυκλοφορία των χάλκινων ιονικών νομισμάτων και των τουρκικών (πιάστρες, παράδες κ.λπ.) απαγορεύτηκε, όπως και κάθε δοσοληψία ή υπολογισμός σε αυτά.
Ειδικά στα Κύθηρα επιτράπηκε η κυκλοφορία των τουρκικών νομισμάτων με την ακόλουθη ισοτιμία: 1δίστηλο = 8 πιάστρες = 4 σελλίνια και 4 πέννες = 208 φαρδίνια.
Σύμφωνα με αυτή την ισοτιμία ένα φαρδίνι αντιστοιχούσε προς δύο περίπου (1,92) ιονικά λεπτά.
Με την κυκλοφορία των νέων νομισμάτων τα παλιότερα ιονικά νομίσματα έπρεπε να εξαργυρωθούν μέσα σε δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης σε κάθε νησί. Τα νομίσματα που συνέλεξαν οι αρχές (λεπτά, οΒολοί και διώΒολα) στάλθηκαν στο Λονδίνο και αναχωνεύτηκαν στο Βασιλικό νομισματοκοπείο (περίπου 150 τόννοι νομισμάτων από τους 198 που είχαν τεθεί σε κυκλοφορία).
Όπως είναι ευνόητο, το τρέχον νόμισμα στις καθημερινές συναλλαγές ήταν το φαρδίνι (μία κορώνα είχε 240 φαρδίνια) και γι’ αυτό με την πράξη 58 του Β’ Κοινοβουλίου (25 Μαρτίου 1827) αποφασίστηκε η εκτύπωση νέων πινάκων με την ισοτιμία των αποδεκτών νομισμάτων σε φαρδίνια. Εξάλλου, με τις πράξεις 82 του Β’ Κοινοβουλίου (31 Μαρτίου 1827) και 20 του Γ’ Κοινοβουλίου (16 Μαρτίου 1830) απαγορεύτηκε η κυκλοφορία των ξένων χάλκινων νομισμάτων και στα Κύθηρα και ρυθμίστηκαν οριστικά τα σχετικά με την κυκλοφορία του εθνικού νομίσματος.
Για τη διευκόλυνση των μικροσυναλλαγών με την πράξη 7 του Δ’ Κοινοβουλίου (7 Μαίου 1833) έγινε μερική αναθεώρηση του νομισματικού συστήματος.
Αποφασίστηκε η κοπή ενός αργυρού κέρματος ονομαστικής αξίας τριών πεννών (τρίπεννο), δηλαδή ίσου προς 12 φαρδίνια καθώς και η διαίρεση της κορώνας σε 600 μονάδες. Τα νέα κέρματα ήταν χάλκινα, είχαν την ελληνική ονομασία «οΒολοί» και έφεραν στον εμπροσθότυπο το έμβλημα του Ιονίου Κράτους (δηλαδή τον ιονικό λέοντα) με την επιγραφή ΙΟΝΙΚΟΝ ΚΡΑΤΟΣ ημικυκλικά στο πάνω μέρος και τη χρονολογία κοπής στο κάτω και στον οπισθότυπο την προσωποποίηση της Βρεταννίας, που ήταν στραμμένη προς τα δεξιά, φορούσε περικεφαλαία και από το πλάι της έλειπε το δέντρο (δάφνη ή ελιά) που υπήρχε στην αντίστοιχη παράσταση των παλαιότερων ιονικών νομισμάτων.
Από άποψη, λοιπόν, εικονογραφική, το νέο κέρμα ήταν παραλλαγή των πρώτων ιονικών οβολών. Κοπές κερμάτων του ενός οΒολού έγιναν το 1834 (2 κοπές), το 1835, το 1848, το 1849 (2 κοπές), το 1851 (2 κοπές), το 1853 (2 κοπές), το 1857 (3 κοπές) και το 1862 (2 κοπές).
Με εξαίρεση τις κοπές του1853, που έγιναν στο νομισματο-κοπείο του Μπίρμινχαμ, οι άλλες έγιναν στο Λονδίνο. Επίσης κόπηκαν αργυρά κέρματα των 30 οβολών, όμοια από εικονογραφική άποψη με τα κέρματα του ενός οβολού, με τη διαφορά ότι στον εμπροσθότυπο αντί για τον ιονικό λέοντα απεικονιζόταν δίκλαδο στεφάνι που περιέβαλλε τον αριθμό «30» της ονομαστικής αξίας του νομίσματος. Αυτή είναι και η μόνη περίπτωση ιονικού νομίσματος (με ξαίρεση το παλαιότερο κέρμα του λεπτού) που η αξία του αναγράφεται σε αυτό.
Κοπές του κέρματος αυτού έγιναν το 1834 (3 κοπές), το 1948, το 1849 (3 κοπές), το 1851 (2 κοπές), το 1852 (2 κοπές), το 1857 και το 1862.
Τα νέα κέρματα έπρεπε να τεθούν σε κυκλοφορία, σύμφωνα με την απόφαση του Κοινοβουλίου, την 1η Φεβρουαρίου 1834. Αλλά με νεότερες αποφάσεις μετατέθηκε το όριο αρχικά στην 1η Ιανουαρίου 1835 και τελικά στην 1η Ιουλίου 1835.
Με την έναρξη της κυκλοφορίας των κερμάτων αυτών απαγορευόταν η κυκλοφορία κάθε άλλου χάλκινου νομίσματος. Παρ’ όλα αυτά, επειδή η διαθέσιμη ποσότητα κερμάτων ήταν ανεπαρκής για τις συναλλαγές και το μικρεμπόριο και οι νέες παραγγελίες καθυστερούσαν, το Κοινοβούλιο οδηγήθηκε στην απόφαση (9/21 Ιανούαρίου 1836) να θέσει και πάλι σε κυκλοφορία τα φαρδίνια, που είχαν αποσυρθεί με την κυκλοφορία των οβολών, καθορίζοντας την ισοτιμία ενός φαρδινιού προς 2 οβολούς.
Πληροφοριακά στοιχεία από την εργασία «Νομίσματα Επτανήσου πολιτείας και Ιονίου Κράτους » του Ν. Γ. Μοσχονά.