Για μια ακόμη φορά, ο θανατηφόρος Γερμανός υπουργός Σόιμπλε επανέλαβε την μόνιμη ιδεοληψία του σχετικά με το ελληνικό πρόβλημα, σε διάσταση με τον υπόλοιπο κόσμο, τους Ευρωπαίους και Αμερικανούς εταίρους, τους εξειδικευμένους διεθνείς οργανισμούς, αλλά και την οικονομική επιστήμη και εμπειρία.
Στην ομιλία του σε συνέδριο τραπεζιτών στην Φρανκφούρτη στις 18 Νοέμβριου, υποστήριξε ακόμη μια φορά ότι κάθε πρόταση για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους βλάπτει την Ελλάδα, αφού αυτό θα αποθάρρυνε το «μεταρρυθμιστικό έργο» που, παρά τις επίσημες διαβεβαιώσεις, δεν προχωρεί καθόλου.
Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι το ελληνικό πρόβλημα δεν είναι η βιωσιμότητα του χρέους, αλλά το έλλειμμα ανταγωνιστικότητος της οικονομίας. Στις τελευταίες δηλώσεις του, προσέθεσε ότι το επίπεδο διαβίωσης των Ελλήνων παραμένει ανώτερο των δυνάμεων τους και για αυτό θα πρέπει να περικοπεί. Ενδεικτικά ανέφερε ότι οι ελληνικές κοινωνικές παροχές και συντάξεις παραμένουν ανώτερες από τις αντίστοιχες γερμανικές και από αυτές των άλλων ευρωπαϊκών χωρών πράγμα που οδηγεί την χώρα σε αδιέξοδο.
Ευκρινές συμπέρασμα του είναι ότι η δραστική φτωχοποίηση των Ελλήνων και της χώρας τους είναι όχι μόνον αναγκαία, αλλά και ευεργετική, αφού μόνον έτσι η ελληνική οικονομία θα ανακτήσει ανταγωνιστικότητα για να καλύπτει χωρίς υπερχρέωση τα κενά των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών της ταμείων.
Είναι λυπηρό ένα σημαντικό πρόσωπο του ευρωπαϊκού χώρου να βρίσκεται σε τόσο κατάφωρη αποσύνδεση με την πραγματικότητα, με την οικονομική εμπειρία και με την οικονομική επιστήμη.
Εαν η εθνική κατανάλωση στην Ελλάδα απορροφά μεγαλύτερο μέρος του εθνικού εισοδήματος της από ο,τι στη Γερμανία, αυτό δεν θα οφειλόταν σε δήθεν ελληνική υπερκατανάλωση, αλλά παρατηρείται σε όλες ανεξαιρέτως τις χώρες με αισθητά χαμηλότερο εθνικό εισόδημα από το γερμανικό.
Από τον 19ο αιώνα η οικονομική επιστήμη έχει επισημάνει ότι η «ροπή προς κατανάλωση» είναι υψηλότερη στις χώρες με χαμηλό εισόδημα από ο,τι σε αυτές με υψηλό.
Ωστόσο, ακόμη και αν προς στιγμήν γίνει αποδεκτό ότι το ελληνικό πρόβλημα δεν είναι το χρέος, αλλά το έλλειμμα ανταγωνιστικότητος, ακόμη και αν γίνει αποδεκτή η αυθαίρετη υπόθεση ότι στην Ελλάδα το βιοτικό επίπεδο παραμένει ανώτερο των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, πως άραγε αντιμετωπίζεται αυτή «Ψαλλίδα»; Η από 7ετιας εφαρμοζόμενη στην Ελλάδα πολιτική λιτότητας συμβάλλει άραγε στην άνοδο των παραγωγικών ικανοτήτων της χώρας, ώστε να καλύπτεται το υποθετικό χάσμα σε σχέση με το βιοτικό επίπεδο ή μήπως επιδεινώνει την αρχική αναντιστοιχία;
Η 7ετης εμπειρία 2010-2016 δείχνει με σαφήνεια ότι με την δραστική φτωχοποίηση των Ελλήνων και της χώρας, το πρώτο που αποτρέπεται είναι οι επενδύσεις, που όμως αποτελούν την απαράκαμπτη προϋπόθεση για την βελτίωση ανταγωνιστικότητος της οικονομίας και την άνοδο των παραγωγικών ικανοτήτων της.
Με τις δραστικές περικοπές δαπανών και εισοδημάτων η παραγωγική ικανότητα της χώρας σκοτώνεται ταχύτερα από ότι η καταναλωτική. Άμεση συνέπεια από την συνεχή συρρίκνωση του βιοτικού επίπεδου στην Ελλάδα είναι ότι η χώρα υποβιβάζεται συνεχώς στους πινάκες της διεθνούς ανταγωνιστικότητος.
Σε αδιάκοπα συρρικνωμένη οικονομία, νέες επενδύσεις όχι μόνον δεν προσέρχονται, αλλά και όσες προϋπήρχαν τα μαζεύουν και αποχωρούν. Λουκέτα παντού, ανταγωνιστικότητα πουθενά. Με την λιτότητα δεν κλείνει η «Ψαλλίδα» μεταξύ βιοτικού επίπεδου και παραγωγικής ικανότητος, αφού η τελευταία υποβαθμίζεται και απαξιώνεται χωρίς τέλος. Ούτε βελτιώνεται η ανταγωνιστικότητα της χώρας, αφού οι επενδύσεις, αντί να εισρέουν, εκρέουν από αυτήν.
Από τον 19ο αιώνα, οι υψηλές αμοιβές της μισθωτής εργασίας στις ΗΠΑ –περίπου τριπλάσιες από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές – όχι μόνον δεν αποθάρρυναν τις επενδύσεις, αλλά αντίθετα αποτέλεσαν μοχλό και κίνητρο για τεχνολογικές καινοτομίες πράγμα που εξασφάλισε την παγκόσμια κατίσχυση της υπερατλαντικής χώρας.
Σήμερα, οι «αναδυόμενες» οικονομίες, όπως οι Κινά και Βραζιλία, με χαμηλό και ανταγωνιστικό κόστος εργασίας και κοινωνικών παροχών, παύουν να προσελκύουν επενδύσεις, αφού οι επενδυτικές εκροές υπερβαίνουν τις εισροές κατά την τελευταία 4ετια. Κατά το 2015, οι ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρώπης και της Βόρειου Αμερικής συνέχιζαν να απορροφούν το μέγιστο μέρος των αμέσων διεθνών επενδύσεων, επιβεβαιώνοντας ότι το υψηλό βιοτικό επίπεδο δεν αποτρέπει τις επενδύσεις, αλλά αντίθετα τις προσελκύει.
Δεν προσαρμόζεται το κόστος εργασίας και κοινωνικών παροχών στην αποδοτικότητα του κεφαλαίου, αλλά αντίθετα οι ισχύουσες σε κάθε χωρά εργασιακές συνθήκες συνιστούν ιστορικό κεκτημένο στο οποίο προσαρμόζεται ο τύπος των επενδύσεων και των τεχνολογικών καινοτομιών. Διαφορετικού τεχνολογικού τύπου επενδύσεις πραγματοποιούνται στην Γερμάνια, από ότι στις ΗΠΑ και από ότι στην Κινά και στην Ινδία.
Εάν πράγματι υπάρχει παραγωγική υστέρηση στην Ελλάδα σε σχέση με το βιοτικό επίπεδο, τότε η οικονομική πολιτική θα όφειλε να ενισχύει την παραγωγική ικανότητα και όχι να περικόπτει βάναυσα το βιοτικό επίπεδο, με αποτρόπαιες μεθόδους κοινωνικού ακρωτηριασμού που παραπέμπουν σε ολοκληρωτικά συστήματα και σκοτεινές περιόδους της ιστορίας.
Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι ο υπέρμαχος του ακεραιοφρονος φιλελευθερισμού, δηλαδή της ανεμπόδιστης κατίσχυσης των αγορών σε βάρος κάθε κρατικής ρύθμισης, φθάνει σήμερα στο σημείο να επικαλείται την κυριαρχική παρέμβαση του κράτους προς συρρίκνωση του βιοτικού επίπεδου και ευθυγράμμιση του με τις εξ αιτίας του μειούμενες παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.
Σε όσες περιπτώσεις το βιοτικό επίπεδο συγκρατήθηκε, όπως στην κομμουνιστική Κινά και στην προπολεμική στρατοκρατική Ιαπωνία, αυτό δεν επήλθε από την κυριαρχία των αγορών, αλλά από την εξουθενωτική κρατική παρέμβαση με τίμημα την μέχρι σήμερα διαιωνιζομένη καχεξία των αντιστοιχών κοινωνιών.
Είναι παράδοξο σήμερα ότι υπεύθυνοι ηγέτες, αντί να κήδονται για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια σταθερότητα, την υπονομεύουν, προβάλλοντας αποτυχημένα από το παρελθόν οικονομικά και κοινωνικά εκτρώματα ως «μονόδρομο» για την δήθεν απεμπλοκή από την κρίση που οι ίδιοι προκαλούν και συντηρούν με την αδιαπραγμάτευτη επιβολή των πιο ατελέσφορων συνταγών.
Εαν πράγματι υπάρχει παραγωγική υστέρηση στην Ελλάδα σε σχέση με το βιοτικό επίπεδο, τότε η οικονομική πολιτική θα όφειλε να ενισχύει την παραγωγική ικανότητα και όχι να περικόπτει βάναυσα το βιοτικό επίπεδο, με αποτρόπαιες μεθόδους κοινωνικού ακρωτηριασμού που παραπέμπουν σε ολοκληρωτικά συστήματα και σκοτεινές περιόδους της ιστορίας.
Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι ο υπέρμαχος του ακεραιοφρονος φιλελευθερισμού, δηλαδή της ανεμπόδιστης κατίσχυσης των αγορών σε βάρος κάθε κρατικής ρύθμισης, φθίνει σήμερα στο σημείο να επικαλείται την κυριαρχική παρέμβαση του κράτους προς συρρίκνωση του βιοτικού επίπεδου και ευθυγράμμιση του με τις εξ αιτίας του μειούμενες παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.
Σε όσες περιπτώσεις το βιοτικό επίπεδο συγκρατήθηκε, όπως στην κομμουνιστική Κίνα και στην προπολεμική στρατοκρατική Ιαπωνία, αυτό δεν επήλθε από την κυριαρχία των αγορών, αλλά από την εξουθενωτική κρατική παρέμβαση με τίμημα την μέχρι σήμερα διαιωνιζομένη καχεξία των αντιστοιχών κοινωνιών.
Είναι παράδοξο σήμερα ότι υπεύθυνοι ηγέτες, αντί να κήδονται για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια σταθερότητα, την υπονομεύουν, προβάλλοντας αποτυχημένα από το παρελθόν οικονομικά και κοινωνικά εκτρώματα ως «μονόδρομο» για την δήθεν απεμπλοκή από την κρίση που οι ίδιοι προκαλούν και συντηρούν με την αδιαπραγμάτευτη επιβολή των πιο ατελέσφορων συνταγών.
Όσον αφορά στην Ελλάδα, είναι επίσης παράδοξο να αποδίδεται η καταβύθιση της στην κόλαση σε υστέρηση των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων». Όταν οι δημόσιες δαπάνες έχουν ήδη περικοπεί κατά 35%, τα εισοδήματα και συντάξεις κατά 50% και η ανεργία διατηρείται στο 25%, όταν όλα αλλάζουν προς το χειρότερο στη χώρα κατά την τελευταία 7ετια, ποιος άραγε πείθεται ότι η σημερινή δυσπραγία οφείλεται στην άρνηση των «μεταρρυθμίσεων» και όχι στην υποδειγματική, εσπευσμένη, ακραία δογματική και εκτός τόπου και χρόνου εφαρμογή τους; Όχι βεβαία ότι οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις θα έπρεπε να αγνοούνται, όμως όχι με οποιοδήποτε τίμημα και πάντως όχι με επιδείνωση της ύφεσης. Ο μεταρρυθμιστικός οίστρος θα όφειλε να μεριμνά ώστε να μην πλήττονται οι θετικοί ρυθμοί της οικονομίας και να μην εξωθείται αυτή στη σημερινή βαθιά ύφεση, όντος της οποίας ουδεμία «μεταρρύθμιση» είναι επωφελής.-