Η Μεγάλη Εβδομάδα, στα χωριά της Λευκάδος, τις περασμένες δεκαετίες, είχε ένα έντονο Λαϊκοθρησκευτικό χρώμα, διανθισμένο με μιά πλούσια γκάμα ηθών, εθίμων και παραδόσεων, τα οποία σε θαυμάσια συνύπαρξη με την κατάνυξη των ημερών, δημιουργούσαν την μοναδικότητα της εβδομάδος, η οποία ήταν ένας σταθμός στην βιοπάλη των ξωμάχων, σαν ένα πνευματικό διάλειμμα, σαν μιά ανάταση ψυχής, συνοδοιπόροι στο Θείο Δράμα, που πάντα ακολουθεί , όμως, η Ανάσταση.
Σ’ αυτή την ιδιαίτερη εβδομάδα της χαρμολύπης, τα παιδιά είχαμε τον δικό μας μικρόκοσμο, μέσα απ’τον οποίο συμετείχαμε, με τις δικές μας παραδόσεις, με το δικό μας μήνυμα διάχυσης της πνευματικότητας σε όλο το χωριό. Ειδικώτερα, την Μεγάλη Παρασκευή, όταν τα πάντα συνέπασχαν με την Σταύρωση, το δικό μας μήνυμα ήταν να βγούμε στο χωριό και να πούμε στα σπίτια ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΑ ΠΑΘΗ. Ένα έξοχο λαϊκό δημιούργημα, μοναδικό στην Ελλάδα, το οποίο σε ήχο πλάγιο του τετάρτου, για όσους γνωρίζουν Βυζαντινή μουσική, αντηχούσε, με τις παιδικές φωνές, σε όλο το χωριό, με το καλάθι στα χέρια, στολισμένο με δενδρολίβανο και αλιφασκιά.
Κάτω στα Γεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο
εκεί δέντρο δεν ήτανε και δέντρο εφανερώθη,
η ρίζα ήταν ο Χριστός, οι κλώνοι η Παναγία
τα φύλλα που επέφτανε ήταν η μαρτυρία,
που μαρτυρούσαν κ’ έλεγαν για του Χριστού τα πάθη.
Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα έκαναν βουλή οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλά κι’ τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν τον Χριστό των πάντων βασιλέα.
Κι ο Κύριος εθέλησε να μπεί σε περιβόλι
να κάνει δείπνο μυστικό να τον συλλάβουν όλοι.
Κι Παναγιά η Δέσποινα καθόνταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε για τον Μονογενή της
Φωνή της ήρθ’ απ’ ουρανού κι απ’ Αρχαγγέλου στόμα.
Πάψε Κυρά τας προσευχάς, πάψε και τας μετάνοιας
τον γιό σου τον επιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυρανάνε.
Χαλκιά, χαλκιά φκιάσε καρφιά φκιάσε τρία περόνια
και κείνος ο βαρύγνωμος βαρά και φτάχνει πέντε.
Τα δυό μπήξτε στας χείρας του και τ’ άλλα δυό στους πόδας
το πέμπτο το φαρμακερό μπήξτε το στην καρδιά του
να βγάλει αίμα και νερό να πληγωθεί η μαμά του.
Κι Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη
σταμνιά νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο
και τρία νερατζόσταμνα για να της έρθ’ ο νούς της.
Μα σαν της ήρθ’ ο λογισμός, μα σαν της ήρθ’ ο νούς της
ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, ζητάει γκρεμό να πέσει
ζητάει φωτιά για να καεί για τον Μονογενή της
Φεύγει και πάει μοναχή βλέπει το Αϊ Γιάννη.
Αϊ Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γιού μου
μην είδες πιά τον γιόκα μου και σε διδάσκαλό σου.
Ποιός έχει στόμα να σου πεί γλώσσα να σου μιλήσει
ποιός έχει χειροκάλαμο γαι να σου τονε δείξει.
Βλέπεις εκείνο το γυμνό το παραπονεμένο
όπου φοράει πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο
όπου φοράει στην κεφαλή ακάνθινο συεφάνι
εκείνος είν’ ο γιόκας σου και με διδάσκαλός μου.
Κι Παναγιά πλησίασε εκεί κοντα του λέει
δε μου μιλάς παιδάκι μου δεν μου μιλάς παιδίμου.
Τι να σου πω μανούλα μου τι να σου μολογήσω
το Μέγα Σάββα θα σου πω και θα σου μολογήσω
που θα σημάνουν οι εκκλησιές θα ψάλλουν οι παπάδες
τότε και σύ Μανούλα μου θάχεις χαρές μεγάλες.