Ο πολιτισμός σπάνια γίνεται πρωτοσέλιδος. Σχεδόν ποτέ δεν θα ξεκινήσει ένα τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων με είδηση που να αναφέρεται σε μια πολιτιστική δραστηριότητα. Οι τηλεοπτικοί καβγάδες δεν έχουν στο μενού τους τα του πολιτισμού. Εξαίρεση, ίσως, η επιλογή του Βέλγου Γιαν Φαμπρ για τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στο Φεστιβάλ Αθηνών. Και πάλι, όμως, η συζήτηση έγινε με όρους τηλεοπτικής ανθρωποφαγίας, που απαξίωνε την ίδια την πολιτιστική διαδικασία.
Ποιος νοιάζεται για τέτοια ‘περιθωριακά’ πράγματα, που δεν έχουν, έτσι κι αλλιώς, ζουμί; Αν οι πρωθιερείς των τηλεοπτικών στασιδιών είχαν έγνοια για τον πολιτισμό, θα πρόσεχαν τον τρόπο που συζητάνε αλλά και τις λέξεις που χρησιμοποιούν. Στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους ο πολιτισμός έχει εξέχουσα, κατά κανόνα, θέση στις κοινωνικές συναναστροφές. Συζήτηση για την τέχνη, αγορά, ενδεχομένως, έργων ζωγραφικής, ενδιαφέρον για το περιβάλλον και, προπάντων, χρήση του πληθυντικού ευγενείας, με μια μελιστάλαχτη υπόκλιση, μια υπόκλιση που είναι μαρτυριάρα. Αν προσέξει κανείς τις λεπτομέρειες.
Το Σαββατοκύριακο που πέρασε επιβεβαίωσε τη θέση του πολιτισμού στον δημόσιο διάλογο. Μας πρόσφερε δυο παραδείγματα. Το ένα συμπληρώνει το άλλο. Το πρώτο αφορά τον ανασχηματισμό. Η αλλαγή φρουράς στο Υπουργείο Πολιτισμού πέρασε απαρατήρητη. Καταγράφηκε ως αριθμός στον κατάλογο όσων υπουργών αποχώρησαν. Λίγοι δίνουν σημασία στο ποιος/ποια παίρνει το υπουργείο Πολιτισμού. Ίσως να φταίει πως είναι λίγα τα λεφτά που μπορεί να ξοδέψει. Όμως, δεν είναι έτσι. Υπάρχουν πολλές παρεμβάσεις και αξιολόγηση προτεραιοτήτων. Για παράδειγμα, η συζήτηση για τις τηλεοπτικές άδειες έχει διεξαχθεί με όρους οικονομικούς και ,πρωτίστως, πολιτικούς. Καλώς. Όμως, απουσίασε η εστίαση στο τηλεοπτικό προϊόν ως πολιτισμική διαδικασία. Απουσίασε το είδος του λόγου που εκφέρεται στα δελτία ειδήσεων, κάποιες τηλεοπτικές σειρές που προσβάλλουν τη νοημοσύνη των θεατών λειτουργώντας ως εξαρτησιογόνα στην υποβάθμιση των αισθητικών κριτηρίων. Στον ευτελισμό της ψυχαγωγίας.
Στον τηλεοπτικό λόγο η αλλαγή σχολιάστηκε με όρους συσχετισμού δυνάμεων στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης. Ως εκεί. Τίποτε άλλο. Ουδείς έκανε τον κόπο να υπενθυμίσει την ανάγκη να έχει λόγο και το Υπουργείο Πολιτισμού στη συγκρότηση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Δεν έχει σημασία ο τρόπος. Θα βρεθεί αν ο στόχος είναι ο σεβασμός του πολιτισμού και του τηλεθεατή.
Εξαίρεση αποτέλεσε ο έντυπος δημοσιογραφικός λόγος(ΕΦΣΥΝ, ΤΑ ΝΕΑ), που ανέδειξε τον μεστό λόγο της νέας υπουργού, της εξαίρετης ηθοποιού και πνευματικού ανθρώπου, της Λυδίας Κονιόρδου. Ελπίζω κι εύχομαι η Λυδία Κονιόρδου να αποδειχτεί τόσο πετυχημένη ως υπουργός πολιτισμού όσο και ως ηθοποιός με τη λαμπρή καριέρα.
Το δεύτερο συμπληρωματικό παράδειγμα που μας πρόσφερε το Σαββατοκύριακο είναι το διαζύγιο γνωστού ζεύγους του ραδιοτηλεοπτικού χώρου, που απολαμβάνει υψηλή δημοφιλία. Μόλο που ίδιοι επέλεξαν, προς τιμή τους, χαμηλούς τόνους στο προσωπικό τους θέμα, ο τηλεοπτικός λόγος του Σαββατοκύριακου-μη εξαιρουμένης και μιας μερίδας του έντυπου λόγου-αφιέρωσε ένα εκτεταμένο ρεπορτάζ στο γεγονός, που προσπάθησε να ανοίξει κρεβατοκάμαρες αναδεικνύοντας το διαζύγιο σε κυρίαρχο θέμα στην ειδησεογραφικό χάρτη ενημέρωσης.
Ίσως είναι ώρα να δούμε κατάματα την πραγματικότητα. Το ΕΣΡ σπάνια ασχολήθηκε μ’ αυτό το θέμα. Κι όταν το έκανε, οι πολιτικές παρεμβάσεις για την προστασία των συμφερόντων των καναλαρχών ήταν ισχυρότερες από τις μεμονωμένες φωνές των μελών του Συμβουλίου. Ο πλουραλισμός για πολλούς καναλάρχες-και διευθυντές έντυπων μέσων ενημέρωσης-μεταφράζεται σε ασυδοσία και επιβίωση στην τηλεοπτική αγορά με όρους ρωμαϊκής αρένας. Όλα επιτρέπονται. Τα μέλη του τηλεοπτικού πάνελ εμφανίζονται ως ιεροεξεταστές που αριστοτεχνικά ανοίγουν τις κρεβατοκάμαρες ξεκλειδώνοντας τις ψυχές των ανθρώπων, είτε από αδυναμία αντίστασης είτε μετά από συναλλαγή τον καιρό της κρίσης ή από τη ματαιοδοξία της ανανέωσης της τηλεοπτικής δημοσιότητας κυνηγώντας συνεχώς την ουρά τους.
Ίσως, είναι ώρα να αναλάβουν όλοι τις ευθύνες τους. Η Λυδία Κονιόρδου έχει τη γνώση αλλά και την ευαισθησία. Πρωτίστως, έχει άμεση σχέση με τη λαϊκότητα. Η θητεία της στην υποκριτική και η απήχηση της τέχνης της σε πολλούς ανθρώπους, ποικίλης κοινωνικής σύνθεσης, συνιστούν ισχυρά πλεονεκτήματα, ώστε να επιτύχει αλλάζοντας τις προτεραιότητες στο υπουργείο πολιτισμού. Καιρός ν’ ανοίξουν οι πόρτες του υπουργείου και στη λαϊκότητα. Καιρός να μην ταυτίζεται ο πολιτισμός αποκλειστικά με τη διανόηση. Καιρός να γίνει το υπουργείο υπόθεση όλων.
Ευάγγελος Αυδίκος
Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας